Ο Λάρρυ είχε μάθει να παρατηρεί τους ανθρώπους μεθοδικά, αφαιρώντας τον εαυτό του από το χώρο. Είχε μάθει να βάζει το άτομό του στο περιβάλλον όπου και όταν χρειαζόταν να γίνει. Το πιό δύσκολο ήταν το να μεταφράζει τις αισθήσεις και τις εμπειρίες του σε πληροφορίες. Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τί θέλουν, τι νιώθουν, τι προσδοκούν;Τι ενθουσιάζει τον υφασματοπώλη που με μηχανικές κινήσεις μετρά τους πήχες που θα δώσει; Τι μπορεί να φέρει το χαμόγελο στα χείλη της γυναίκας που παραπονιέται για το σταφύλι που προσφέρει ο παντοπώλης; Πού θα πάει ο γέρος με το δερμάτινο πρόσωπο όταν καταφέρει να πουλήσει τα τελευταία σύκα στο καλάθι του; Ένας ρολογάς με το ένα του μάτι κρατά ακόμη το μαύρο φακό του καθώς μιλάει σε έναν πελάτη του. Ίσως αυτός με το ένα του μάτι να είδε την δολοφονία του Νταν. Ίσως με αυτό το μάτι να κοίταξε για μια στιγμή τον δολοφόνο στα μάτια και κατάλαβε τι θα γινόταν στα επόμενα δευτερόλεπτα και με το ένα του μάτι να του είπε «ειν'εντάξει, δεν θα μιλήσω» και να ξαναέσκυψε στο σπασμένο του ρολόι σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Οι Άγγλοι λέγανε τον δρόμο αυτό «το μίλι του θανάτου».
Αγόρασε τα σύκα και συνέχισε να περπατά προς την τουρκική συνοικία. Λίγα λεπτά μετά βρέθηκε μπροστά από τον παλιό καθεδρικό των βασιλέων της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ. Αλλόκοτο πράγμα αυτό το κτίσμα με τις μυτερές αψίδες και τις λεπιδωτές γραμμές και τις εκατοντάδες κρίνα. Στις γωνιές είχε τώρα μιναρέδες και τα βιτρώ με τις εικόνες απ'τη βίβλο είχαν αντικασταθεί με λευκά αραβουργήματα. Σειρές αγίων και πάπων ήταν πελεκημένοι στις τριπλές αψίδες που πλαισίωναν την μεγάλη πόρτα σαν μια φρουρά ξεχασμένη στο πόστο της. Σκέφτηκε τους τεχνίτες που έκαναν το ταξίδι μέχρι εδώ για να δουλέψουν στη κατασκευή του. Με το ζόρι ίσως ή με αδρές αμοιβές; Τους είδε μιά στιγμή ψηλά σε ξύλινες σκαλωσιές να βρίζουν την ώρα ταλαιπωρημένοι από τη ζέστη και την εύθραυστη κίτρινη πέτρα.
Ακούμπησε σε ένα μισοχαλασμένο τοίχο και τρώγωντας τα σύκα του παρατηρούσε τους πιστούς που μαζεύονταν για την απογευματινή προσευχή. Άφηναν τα παπούτσια τους έξω και περνούσαν απ'τη φασαρία του παζαριού στη φωτεινή ησυχία του τζαμιού. Σχεδόν χαμογέλασε πίσω απ'το σύκο του βλέποντας τους να αγγίζουν το μέτωπο στο πάτωμα του οίκου του Θεού με τα πολλά ονόματα. Ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι στην άγνοια του Πολέμου ή μήπως το αντίθετο; Ίσως τον Πόλεμο να τον κουβαλούσαν σαν κουβάρι κάτω απ'τα πνευμόνια τος και να έβλεπαν ότι το κλάμα και το γέλιο συναντιώντουσαν σαν τους δύο θεούς του ναού αυτού με τις πόρτες της δύσης και τα παράθυρα της ανατολής. Ίσως να ξέρουν και απλά να αρνούνται να πολεμήσουν το πεπρωμένο τους. Έτσι έκανε κι'ο παλιόφιλος ο Ντάν.
Δεκατρείς μήνες πέρασε με τον Νταν. Τελειώσανε τον πόλεμο μαζί , απ'τη Νορμανδία μέχρι το Βερολίνο και κάθε μέρα ο Νταν περίμενε το θάνατο του. Πρίν φύγουν τα αποβατικά απ'την Αγγλία έδωσε το χέρι του σε μια γύφτισσα να του πεί το ριζικό του. Το ριζικό του δεν τό'μαθε από τα λόγια της αλλά απ'το τρέμουλο στο χέρι της που κρατούσε το δικό του και το δέσιμο των φρυδιών της πριν σηκώσει το κεφάλι και του πει «θά'σαι εντάξει».
Στο τελευταίο φως της μέρας μόλις που διέκρινε το όνομα του κ. Ακσόυ , δικηγόρου , στην μεταλλική πλακέτα δίπλα από την πόρτα του γραφείου του.
*******************
Ο Ευέλθων Γεωργιάδης ψαλίδισε τις δυό-τρείς ατίθασες τρίχες από το μουστάκι του και τακτοποίησε τα μαλλιά του με λίγη μπριγιαντίνη. Ήξερε ότι ένα καλό παρουσιαστικό δούλευε πάντα προς το συμφέρον του. Πήρε ένα φρέσκο πακέτο τσιγάρα απ'τον διπλανό μπακάλη και άναψε το πρώτο πρίν αρχίσει να περπατά προς το Λήδρα Πάλας. Σουρούπωνε και η κίνηση στο Μακρύδρομο άρχισε να καταλαγιάζει. Οι καταστηματάρχες με τους γάντζους και την σχεδόν κωμική ρυμθική κίνηση κατέβαζαν τις σιδεριές στις προσόψεις.
Μόλις που πρόλαβε τον Κωστάκη που βγαίνοντας απ'το χρυσοχοείο του με τον γάντζο στο χέρι αναρωτιόταν τι μαγείρεψε η γυναίκα του για το βράδυ.
-Έσιεις τίποτε γιαλλόου μου;
-Έχω ρε Ευέλθοντα αλλά ούλλη μέρα που ήσουν; Ίσια τωρά που μάχουμαι να σκολάσω;
-Έχουμεν τζιαι δουλειές ρε Κωστάκη.Τζιαι τωρά έχω-εν-έχω κανέναν δεκάλεπτον να σε δώ.
-Έλα μέσα.
Έκλεισαν πίσω τους την πόρτα. Ο Κωστάκης πήγε στο δωματιάκι πίσω από το γραφείο του και άνοιξε το χρηματοκιβώτιο που μόλις ένα λεπτό νωρίτερα είχε ασφαλίσει και έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι από μπλέ βελούδο. Οι παλάμες του Ευέλθοντα ίδρωσαν μέχρι να βγάλει ο χρυσοχόος από μέσα ένα μαυρισμένο κέρμα. Ήταν περίπου δυό πόντους σε διάμετρο με ακανόνιστο σχήμα και με δυσκολία μπορούσε κάποιος να διακρίνει τα σχήματα και γράμματα στις δύο του όψεις. Πήρε το φακό και το κοίταζε πρώτα απ'τη μιά και ύστερα απ'την άλλη για σχεδόν τρία ολόκληρα λεπτά.
-Ρε Κωστάκη ξέρεις ίνταμπον τούτον;
-Έν έφκαλα συμπέρασμαν ρε φίλε, εν'τζιαι είμαι ειδικός εγώ σαν τζι'εσέναν, πάντως αν κρίνω που τες φιγούρες πρέπει ναν βυζαντινόν.
-Καλά εσκέφτηκες Κωστακη! Θωρείς τούτην την φιγούραν δαμαί; Φορεί στέμμα τζιαι κρατεί στο έναν σιέριν ακακίαν τζιαι στο άλλον σκήπτρον με σταυρόν τζιαι τα ρούχα του εν αυτοκρατορικά. Τούτος εν Βασιλέας! Τζιαι που την άλλην εν ο Χριστός με φωτοστέφανον τζιαι Ευαγγέλιον. Ποιός όμως εν ο Βασιλέας τούτος; Τούτα τα γράμματα τα φαημένα δαμαί εγώ φκάλλω τα ΙΣΑΑΚΙΟΣ. Τούτος ήταν ο τελευταίος Έλληνας βασιλιάς της Κύπρου Κωστάκη τζιαι τούτον το νόμισμαν πρέπει να εκόπηκεν δαμαί στην Λευκωσίαν μεταξύ του 1185 τζιαι του 1191! Τζιαι ήταν ο Εγγλέζος ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος που ήρτεν τζιαί εκατάκτησεν το νησί. Τωρά εν η πρώτη φορά που τότε που η Κύπρος κυβερνάται που Έλληνες! Τούτον το κέρμαν εν...
Κατάλαβε ότι το ενθουσιώδες του λογίδριο ανέβαζε κατακόρυφα την τιμή του αντικειμένου και σταμάτησε πρίν προδώσει και τη σπανιότητα του κομματιού.
-Πόσα θέλεις;
-Έ, έναν πεντόλιρον εν πάει;
-Ε όι τζιαί πεντόλιρον ρε Κωστάκη, εν τζιαι είμαι ο Ωνάσης!
-Εν τζιαι 'ννά βρεις άλλον σαν τούτον Ευέλθοντα...
Ο Ευέλθων δάγκωσε το μουστάκι του. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στο πάθος του συλλέκτη και ότι η δική του βλακεία ανέβασε την τιμή τόσο ψηλά. Έβγαλε το πορτοφόλι του και έδωσε το πεντόλιρο στον έμπορο. Κάνοντας για την πόρτα γύρισε ξανά προς τον χρυσοχόο.
-Εν να σε δούμεν πόψε Κωστάκη;
-Εε...έθθελω να ανακατωθώ τούτην την στράταν Ευέλθων.
-Ίντα μπου σημαίνει τούτον ρε Κωστάκη, ήρταμεν ως δαμαί τζιαί να τα παριτήσουμεν; Ο Αγώνας τωρά εν να δικαιωθεί!
-Σαν να μεν το πιστέφκω. Τη Ζυρίχην υπογράψαμεν την, εβάλαμεν τζιαι τους Τούρκους μέσα. Ήμουν εναντίων που τηνπρώτη στιγμήν αλλά νομίζω τωρά τζιαί να πάει... παραπάνω ανακατωσιές μόνον κακά εν να φέρουν.
-Τί να σου πω... δικαίωμα σου. Αν αλλάξεις γνώμη ξέρεις που να με έβρεις. Γειά σου.
-Στο καλόν...
Συνέχισε το περπάτημα στους σκοτεινούς πιά δρόμους. Θα ήταν ακριβώς στην ώρα του στο λόμπι του ξενοδοχείου, η συνάντηση αναγκαστικά μικρή σε διάρκεια αφού στις οχτώ έπρεπε να ήταν στην συνάντηση της Οργάνωσης στην Παιδαγωγική.
****************************
Ο κ. Ακσόυ υποδέχτηκε τον Λάρρυ με τον συνηθισμένο του ενθουσιασμό , περνώντας μπροστά από το γραφείο του και προσφέροντας το δεξί του σε χειραψία ενώ το αριστερό από πάνω έδινε ένα πιό εγκάρδιο τόνο. Τον οδήγησε στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο και πήγε κατ'ευθείαν στο ντουλαπάκι της βιβλιοθήκης απ'οπου έβγαλε ένα μπουκάλι κυπριακό κονιάκ και δύο ποτηράκια. Τα γέμισε και έδωσε το ένα στον Λάρρυ.
Καθώς ο Ακσόυ άναβε το τσιγάρο του το βλέμμα του Λάρρυ πήγε στα δύο πορτραίτα που κρεμόντουσαν πίσω του. Στα δεξιά ο Ατατούρκ και στα αριστερά ο Μωχάμετ ο Πορθητής. Και οι δύο τους με δεμένα τα φρύδια έδειχναν να καρφώνουν το βλέμμα τους όχι τόσο στον Λάρρυ όσο στον Ακσόυ.
-Θέλω να σας ευχαριστήσω και προσωπικά και εκ μέρους της κοινότητάς μας για την πολύτιμη σας βοήθεια κύριε Ντέβλιν. Ακόμη και αυτή η ταινία είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για εμάς, μην ξεχνάτε ότι κανείς από τους άντρες μας δεν έτυχε στρατιωτικής εκπαίδευσης...
-Κάνουμε ότι μπορούμε κ. Ακσόυ. Σαν ηγέτες του ελεύθερου Κόσμου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποχρέωση να προετοιμάζουν τους συμμάχους τους γιά ότι ήθελε συμβεί.
- "Αν επιθυμείς την ειρήνη, προετοιμάσου για τον πόλεμο."
-Ακριβώς! Και θέλουμε τους Τούρκους της Κύπρου στο πλευρό μας, στην ειρήνη ή στον πόλεμο.
-Ξέρετε οι περισσότεροι από εμάς εδώ στην Κύπρο είμαστε απόγονοι στρατιωτών, μέρος των ενδόξων στρατιών που κατέκτησαν Ανατολή και Δύση. Πέρασαν όμως τέσσερεις αιώνες από τότε, δεθήκαμε πιά με τη γη και αγαπήσαμε την ειρήνη...Άλλο ένα κονιάκ;
Ο Λάρρυ κοίταξε το ρολόϊ του. Μπορούσε να κάτσει για άλλα πέντε-δέκα λεπτά και να προλάβει το επόμενο ραντεβού στην ώρα του.
-Γιατί όχι; Αυτό το κονιάκ είναι από τις πιό ευχάριστες εκπλήξεις που είχα φτάνοντας στο νησί σας!
Τα ποτηράκια ξαναγέμισαν . Τα σήκωσαν και οι δύο σε ένα εναέριο εβίβα και τα μάτια τους συναντήθηκαν . Λίγους μήνες πρίν, σε ένα καφενείο με θέα τον Βόσπορο, ο Χόπκινς του εξηγούσε πως ο κάθε σύνδεσμος ή εν δυνάμει πράκτορας ήταν σαν μιά γυναίκα που θέλεις να αποπλανήσεις. «Πρέπει να φτιάχνεις μιά προσωπική σχέση. Αν του αρέσουν τα ανέκδοτα, του λες ανέκδοτα. Αν του αρέσει να συζητά για την λογοτεχνία, του μιλάς για την λογοτεχνία. Αν του αρέσει το φαϊ και το ποτό, τον βγάζεις έξω και πίνετε και τρώτε. Πρέπει να ξέρεις τις απόψεις του, τα προβλήματα και τις ιδιοσυγκρασίες του, αλλά πάνω απ'όλα πρέπει να ξέρεις τα κίνητρα του...»
Μόλις το κονιάκ κατέβηκε από τον οισοφάγο στο στομάχι του Λάρρυ ένιωσε τον πρώτο πόνο να τον χτυπάει σαν από καραμπόλα στα έντερα. Ένας κρύος και αηδιαστικός ιδρώτας έβρεξε ελαφρά το σβέρκο και το τριχωτό της κεφαλής του. Ζήτησε το δρόμο για την τουαλέτα κρύβοντας μαεστρικά τον πανικό του και μόλις βγήκε από την πόρτα του γραφείου έτρεξε στο σπιτάκι που ήταν στην μικρή αυλή του κτιρίου. Ευτυχώς η τουαλέτα ήταν ευρωπαϊκή και καθαρή. «Τα σύκα! Διάολε! Τα σύκα του κωλόγερου ήταν χαλασμένα!»
*********************************
Ο Ευέλθων έφτασε κάπως αργά στο ξενοδοχείο. Πάντα έβρισκε τον Ντέβλιν να τον περιμένει στο ίδιο τραπέζι αλλά σήμερα δεν ήταν έκει. Παράξενο. Εφτά και οχτώ λεπτά. Κάθησε στο μπάρ και παρήγγειλε καφέ. Έβγαλε απ'την τσέπη του το βελούδινο σακουλάκι και άδειασε με προσοχή το πολύτιμο περιεχόμενο στην παλάμη του. Άναψε τσιγάρο και άδειασε την πρώτη ρουφηξιά στο πλάϊ χωρίς να σηκώνει το βλέμμα του απ'την φαγωμένη φιγούρα του αποστάτη βασιλιά. Ο τελευταίος Έλληνας άρχων της Κύπρου και όμως αυτός που την ξεχώρισε από τον εθνικό κορμό πριν την χάσει από τα χέρια του. Ο τύρρανος που ήθελε την Κύπρο για τον εαυτό του και τελικά την χαράμισε. Λένε ότι ο Ριχάρδος υποσχέθηκε ότι δεν θα τον δέσει με σίδερα και έτσι τον παρέδοσε στους Ιωαννίτες Ιππότες δεμένο με ασημένιες αλυσίδες. Οι Εγγλέζοι κι'οι υποσχέσεις τους!
*********************************
Επάνω στην τουαλέτα ο ιδρωμένος Λάρρυ βλαστημούσε την ώρα που πήρε την διαταγή να έρθει σ'αυτό το νησί και την βλακεία του να αποφασίσει να συνδυάσει μιά επιχείρηση, έστω και τόσο μικρή και ασήμαντη, με μια βόλτα στην πόλη. Προσπαθώντας να βρεί κάτι θετικό στην κατάσταση κατάληξε στα 4 ρολά χαρτιού που ήταν στοιβαγμένα στο πλάι και την καθαριότητα του καμπινέ. Έπρεπε να ήταν ήδη στο δρόμο για το ξενοδοχείο. Μπορούσε όμως να ρισκάρει οκτώ με δέκα λεπτά περπάτημα στην κατάστασή του; Μπορεί κάλλιστα να ακολουθούσε δεύτερο ή και τρίτο κύμα διάρροιας. Και τώρα τι; Θα έμενε στο γραφείο του Ακσόυ μέχρι να του περάσει; Δύσκολο. Ο Ευέλθων θα περίμενε και ο Λάρρυ δεν είχε τρόπο να τον ειδοποιήσει. Ο Ακσόυ θα του επέτρεπε βέβαια να τηλεφωνήσει από το γραφείο του και είχε το αριθμό τηλεφώνου του λόμπι αλλά πως θα ζητούσε τον κ. Γεωργιάδη μπροστά στον Ακσόυ; Άλλη μιά σουβλιά στα έντερα τον έφερε μέχρι δακρύων. Λες να μην ήταν τα σύκα; Τόσο κακό μισή ώρα από την στιγμή που τα έφαγε; Και τι να πεί στον Τόνυ; Καλό παιδί ο Τόνυ, πρώτη φορά είχε προϊσταμενο που να προσφέρει και γέλιο αλλά αυτή την φορά θα γελούσε εις βάρος του. Ή δεν θα γελούσε καθόλου. Διάολε πως έμπλεξα έτσι; Ο Λάρρυ που ξεγλίστρησε από τους χασάπηδες του Λουμούμπα, ο Λάρρυ που εκτέλεσε ένα Πωλονό σπιούνο με ένα στυλό διαρκείας, παγιδευμένος στην τουαλέτα/παράγκα κάποιου Κύπριου δικηγόρου που νόμιζε ότι μια εκπαιδευτική ταινία του αμερικανικού στρατού θα έκανε τους χωριάτες του στρατιώτες. Νόμισε πως άκουσε ριπές πολυβόλου από απόσταση. Ήταν οι σταγόνες της βροχής πάνω στην τσίγκινη οροφή της τουαλέττας.
*********************************
-Αλόπως έθθαρτει πόψε ο παρέας σου.
-Συγγνώμη;
-Ο παρέας σου λαλώ, ο ξένος, συνήθως εν εις την ώραν του: εφτά. Εν εσού που μπορεί να αρκήσεις λλίο. Εν οχτώ παρά δέκα.
-Τζιαι κρατείς εσύ λοαρκασμό, πότε πάω τζιαι πότε έρκουμαι;
-Μεν πιάννεσαι ρε φίλε, είπα να αννοίξω καμιάν κουβένταν αφού είσαι μόνος σου. Την δουλειάν μου κάμνω.
-Δουλειά σου ένι να μου βάλεις αλλό 'ναν ουϊσκι τζιαι να φτζιαιρώσεις τζιαι το τασάκι! Εντάξει Κόκο;
-Εντάξει!
Γέμισε ένα ποτηράκι ουϊσκι και πάγο και το χτύπησε μπροστά στον Ευέλθων. Άδειασε και το τασάκι και το έριξε πίσω στο μπάρ. Ο λαιμός του έφραξε απ' τα λόγια που προσπάθησε να καταπιεί και ελευθερώθηκε πετάγωντας τα πίσω.
-Έν το ελάλουν πους ήταν να γινείς τέθκιος σκατάς ρε Ευέλθων. Εν ο θκειός μου ο Γιαννής οξά ο μάστρος σου ο υπουργός που σού'μαθεν τούντα αππώματα;
Ο Ευέλθων τον άρπαξε από τον γιακά και τον τράβηξε προς το μέρος του καθώς το ψηλό σκαμνί του μπαρ έπεσε με κρότο.
-Τον τζιύρην μου να μεν τον βάλλεις εις το στόμα σου ρε. Όσο για τον μάστρον μου, έσιει τζιαι γιαλλόου σας ράμματα.
-Ο τζιύρης σου ήταν κύριος, έν θα εκαταδέχετουν να γινεί τσιράκκιν τζιείντης φτέλλας.
Τα καμμιά δεκαριά άτομα που κάθονταν στο λόμπι σταμάτησαν τις κουβέντες τους και κοιτούσαν τον Κόκο και τον Ευέλθοντα πιασμένους πάνω απ'το μπάρ. Για κάποιες στιγμές ακουγόταν μόνο η βροχή που τώρα με μανια χτυπύσε τα τζάμια. Έλυσαν τον εναγκαλισμό τους και επέστρεψε ο καθ'ενας στην δική του πλευρά της μπάρας.Ο διευθυντής φώναξε στο γραφείο του τον Κόκο και ο Ευέλθοντας πήγε στη ρεσεψιόν γιά τηλεφώνημα.
********************************
Καμμιά εξηνταριά άντρες ήταν μαζεμένοι στην αίθουσα και κουβέντιαζαν περιμένοντας. Ο Κυριάκος δεν είχε και πολλούς γνωστούς εδώ. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήταν καν σίγουρος αν έκανε καλά που ήταν εδώ. Κάτι είχε αλλάξει. Δεν ήξερε γιατί αλλά δεν ένιωθε πιά αυτό που ένιωθε λίγα χρόνια πρίν, τα χρόνια του Αγώνα. Τις μέρες εκείνες ήταν όλοι τους ένας, σαν εκκλησίασμα την ώρα της Αναφοράς. Τώρα....
-Καλησπέρα! Ο Κυριάκος είσαι έννεν; Εγώ είμαι ο Γιώργος, εβρεθήκαμεν την προηγούμενη φορά τζιαι εκουβεντιάζαμε , θυμάσαι;
-Ναι καλο! Έν ήταν ανάγκη να μου αθθυμίσεις! Καλησπέρα. Τι γίνεσαι;
-Καλά, έτο, δαμαί. Να δούμε ίνταμπον να γινεί...
-Ίνταμπον να γινεί ρε Γιώργο μου, έτο εννα μας δείξουν καμιάν ταινίαν πάλε. Θέσεις μάχης, πυρ και κίνηση... Περιμένουμεν τζιαι πως θα εξελιχτούν τζιαι τα πολιτικά, πέρκει τελειώνουμεν με τουντην υπόθεσιν.
-Πέρκει φέρει ο Μακάριος τα πράματα τζιαμαί που τα θέλουμεν.
-Πέρκει.
-Κατά τα άλλα η ζωή πως τα πάει; Πού δουλεύκεις είπαμεν;
-Τωρά βοηθώ νάκκον τον αρφόν μου στο πελεκανιόν...
-Γιατί εν κανονίζεις τίποτε, να διοριστείς; Εννα κάμνεις τον υπάλληλον του αρφού σου άθρωπος που έδωσες τόσα στον Αγώνα;
-Έν να εκμεταλλευτούμεν τον Αγώνα τωρά ρε φίλε;
-Έννεν για εκμετάλλευσην που μιλώ Κυριάκο για όνομαν του Θεού! Ποιοί δηλαδή πρέπει να κρατούν τες θέσεις; Οι κομμουνιστές οξά τούτοι που επαίζαν πελλόν τον τζιαιρόν που εμείς εβάλλαμεν την ζωήν μας κάτω;
-Ε...εν καλά που λαλείς...
-Κάτσε να μιλήσω εγώ του φίλου μου του Γεωργιάδη τζιαι κάτι εννα βρεθεί τζιαι γιαλλόου σου. Κάτι πρέπει να σου χρωστά η πατρίδα για τον ξύλον που έφαες στην Κοτσινοτριμιθκιά!
Στην πόρτα φάνηκε ένας από τους επιτελείς.
-Κύριοι! Παρακαλώ!
Όλοι γύρισαν προς το μέρος του.
-Πηγαίνετε σπίθκια σας. Η αποψινή συνάντηση ακυρώνεται. Έχουμε πρόβλημα με την ταινίαν. Θα ενημέρωθείτε για την επόμενη συνάντηση. Καληνύχτα.
Οι κίτρινες λάμπες των δρόμων της Λευκωσίας έριχναν το αχνό τους φως σαν καντήλια μέσα στη υγρή νύχτα καθώς καμμιά εξηνταριά άντρες γύριζαν στα σπίτια τους.