Η νοσοκόμα εν πασιά σαν την μακαρίτισσαν την μάναν μου , μα τωρά σάζει τον γέρον δίπλα που έβεξεν γαίμαν. Καρτερώ, ήντα να κάμω;. Τζι'η μάνα μου έτσι μας ελάλεν: "Καρτεράτε γιε μου, μεν τα θέλετε ούλα την ίδιαν ώραν. " Ξέρω καλά να καρτερώ, που μιτσής. Εκαρτέρουν τον τζιύρην μου να'ρτει έσσω, την πόσταν τζιαι την εφημερίδαν να'ρτει στον καφενέν. Έμαθα τζιαι καρτέρουν τον σιειμώναν τζιαι το θέρος τζιαι τα χτηνά ν'αναγιωθούν. Σαν τζιειν'την νύχταν που έφκαλλα σκοπιάν στο σπίτιν του Γιωρκή τζιαι εκαρτέρουν τον νήλιον να φκεί. Ήμουν νέος τον τζιαιρόν της ΕΟΚΑ, εκαρτέρουν καλλίττερα που ούλλους, σαν τη Γην της Κύπρου που εκαρτέραν την μάνα της. Πόσα χρόνια έσιει ν'ακούσω τζιείντην ησυχίαν του χωρκού μου; Το τσιάρον που έκρουζεν μες'τη φούχταν μου τζιαι την αναπνοήν του γάρου θκυό παθκιές πάρακατω. Την προηγούμενην εφάνην μου πους άκουσα παθκιές μα εν ήβρα κανένα. "Μάστρε καλλίττερα να φύουμεν" μα ο μάστρος ούτε ν'ακούσει, τόσο σίουρος ήταν. "Περίμενε Κώτσιο μου, καρτέρα. Εννα φύουμεν πον νά'ρτει η ώρα." Εκαρτέρουν τζιαι τον Μπράιαν που έρκετουν θκυό φορές την ημέραν με τους άλλους τζιαι εδιούσαν ξύλον άκοπον. Έμαθα τζιαι εκαρτέρουν τζιαι το ξύλον να λείψει. Θκυό φορές την ημέραν. Εκαρτέρουν πολλά. Εκαρτερούσαμεν τζιαι τους Τούρκους να φύουν, τουλάχιστον να σταματήσουν πρίν έρτουν στο χωρκόν, άδικα. Τελικά εκαρτερούσαμεν πότε να δώκουν πίσω τον αρφόν μου. Τζιείν'την ημέραν που εκαρτερούσαμεν τα λεωφορεία με τους αιχμαλώτους ήταν η καλλίτερη. Ήντα χαρά που είδαμεν τον Πανάη μας να κατεβαίνει! Να'ταν πάντα έτσι, να καρτερώ τζιαι νά'ρκουνται καλλίττερα!"Καρτερούμεν μέραν-νύχταν..." Εκαρτέρουν που πριν να γεννηθείς ρε Νταλάρα! Εκαρτέρουν τζιαι μες το νοσοκομείον το παλιόν κάμποσον τζιαιρόν. Έφαν 6 χρόνια ο καρκίνος να φάει την Αννού. Κάμνω τζιαι τίποτε άλλον που το καρτέρημαν; Καρτερώ τζιαι τον γιό μου το να'ρτει να με δει. Πέρκει αρκήσει αλλο νάκκον, μεν με δει έτσι μες τα σκατά μου.
-Άτε κόρη μου να χαρείς!
-Θκειέ είπαμεν, ΚΑΡΤΕΡΑ ΕΝΑΝ ΛΕΠΤΟΝ!